- βίβλινος
- βίβλινοςmade ofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βίβλινος — και βύβλινος (Α) 1. (για γραφική ύλη) ο κατασκευασμένος από πάπυρο 2. φρ. «βίβλινος οἶνος» ονομασία κρασιού από θρακικά αμπέλια, από τη Νάξο ή τη Βύβλο της Φοινίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίβλος, βύβλος. Η λ. βίβλινος στη φρ. «βίβλινος οίνος» αβέβαιης… … Dictionary of Greek
βιβλίνου — βίβλινος made of masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλίνους — βίβλινος made of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλίνων — βίβλινος made of masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλίνῳ — βίβλινος made of masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίβλινον — βίβλινος made of masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BIBLINA — regio Thraciae, unde Biblinum vinum, quod alii a Biblia vite dictum volunt. Demus vero Delius Naxium interpretatur, quoniam Biblus Naxi fluv. sit. Suidas, Βιβλινος ὀινος, ἀυςτήρος, ἀπὸ Βιβλίνης οὕτω καλουμὲνης Θρακίας ἀμπέλου. Huius vini meminit… … Hofmann J. Lexicon universale
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
βύβλινος — βύβλινος, η, ον (AM) κατασκευασμένος από βύβλο, από πάπυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βύβλος (βλ. βίβλινος)] … Dictionary of Greek
ՄԱԳԱՂԱԹԵԱՅ — ( ) NBH 2 0187 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. βίβλινος chartaceus. Կազմեալն ʼի մագաղաթէ. ... *Առաքէր թուղթս մագաղաթեայս. Ես. ՟Ժ՟Ը. 2: Ուստի՝ Գիրք մագաղաթեայ՝ է մատեան. *Երկին իբրեւ զմագաղաթեայ գիրս գալարէր. Յայտ. ՟Զ. 14 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)